γενεθλιαλόγος

γενεθλιαλόγος
γενεθλιαλόγος, ο (AM)
αυτός που ασκεί γενεθλιαλογία, ο αστρολόγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γενεθλιαλόγου — γενεθλιάλογος caster of nativities masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλόγους — γενεθλιάλογος caster of nativities masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλόγων — γενεθλιάλογος caster of nativities masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • γενεθλιαλογώ — γενεθλιαλογῶ ( έω) (Α) [γενεθλιαλόγος] προβλέπω το μέλλον κάποιου ανάλογα με τη θέση τών άστρων τη μέρα που γεννήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ԾՆՆԴԱԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 1021 Chronological Sequence: 10c ա. γενεθλιαλόγος genethlialogus. Որ գուշակէ եւ խօսի հայելով ʼի ժամ ծննդեան ուրուք. աստղահմայ. ախտարակայ. ... *Երազադատք, ծննդաբանք, բախտադիւտք. Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”